- πολύσαρκος
- -η, -οαυτός που έχει πολλές σάρκες, παχύς, παχύσαρκος, χοντρός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πολύσαρκος — very fleshy masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύσαρκος — η, ο / πολύσαρκος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει πολλές σάρκες, ο πολύ παχύς, ευτραφής, παχύσαρκος μσν. μτφ. ο πολύ ανόητος, κουτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. παχύ σαρκος] … Dictionary of Greek
πολύσαρκον — πολύσαρκος very fleshy masc/fem acc sg πολύσαρκος very fleshy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυσαρκότερα — πολύσαρκος very fleshy neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυσάρκοις — πολύσαρκος very fleshy masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυσάρκοισιν — πολύσαρκος very fleshy masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυσάρκου — πολύσαρκος very fleshy masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυσάρκους — πολύσαρκος very fleshy masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυσάρκων — πολύσαρκος very fleshy masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυσάρκῳ — πολύσαρκος very fleshy masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)